- τράπεζα
- Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων.
Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους σε παλαιότατες εποχές: ήδη στην αρχαία Βαβυλωνία οι ιδιώτες εμπιστεύονταν στον θησαυρό των ναών τη φύλαξη της περιουσίας τους. Οι πρώτες όμως μορφές πραγματικής τραπεζικής εργασίας βρίσκονται στον ελληνικό πολιτισμό με τους τραπεζίτες και στον ρωμαϊκό με τους argentarii, που δέχονταν καταθέσεις, έδιναν δάνεια και εκτελούσαν πληρωμές για λογαριασμό τρίτων με απλές εγγραφές: με την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας χάθηκε σε μεγάλο βαθμό η πείρα που αποκτήθηκε στον τομέα αυτό. Κατά τον Μεσαίωνα, η ιστορία της τ. ξανάρχισε από τη στοιχειώδη φάση της κατάθεσης χρημάτων στους αργυραμοιβούς, στους χρυσοχόους και στους εμπόρους και την έκδοση από αυτούς βεβαιώσεων, οι οποίες επέτρεπαν στον καταθέτη να εισπράξει, στο μέρος που όριζε ο ίδιος, όμοια ποσότητα χρημάτων, αποφεύγοντας έτσι τη δύσκολη και επικίνδυνη μεταφορά μετρητού χρήματος. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των νομισμάτων –που ήταν πολύ διαφορετικά και λιμάριζαν, κούρευαν και έτριβαν, με αποτέλεσμα να ελαττώνουν και να καθιστούν αβέβαιη την ποσότητα χρυσού που περιείχαν– είχε ως συνέπεια να γίνει αποδεκτό, γι’ αυτές τις πράξεις κατάθεσης και μεταφοράς, ένα φανταστικό λογιστικό νόμισμα, που αντιστοιχούσε σε μια αυστηρά ορισμένη στο βάρος της ποσότητας χρυσού: τραπεζικό νόμισμα. Οι αποδείξεις κατάθεσης που κυκλοφορούσαν ήταν αρχικά εις τον φέροντα. Πρωτοπόροι σε αυτήν την ανάπτυξη της τραπεζικής εργασίας ήταν οι ιταλικές πόλεις: Σιένα, Αμάλφι, Πίζα, Φλωρεντία, Βενετία και Γένοβα. Toν 18o αι. οι αποδείξεις κατάθεσης, που εκδίδονταν στην Αγγλία για σταθερό ποσό, ήταν τα πρώτα τραπεζογραμμάτια. Αρχίζοντας από την ανταλλαγή των νομισμάτων, οι τ. απέκτησαν τελικά τον πιστωτικό ρόλο, που αποτελεί τον κύριο ρόλο τους στον νεότερο κόσμο. Με τη βιομηχανική επανάσταση η δράση αυτή των τ. επεκτάθηκε από τη χρηματοδότηση των εμπορικών επιχειρήσεων έως τις επενδύσεις, τη βιομηχανία και ολόκληρη την οικονομική δραστηριότητα, όπου η τραπεζική πίστη έγινε γρήγορα ο μεγάλος ρυθμιστικός μοχλός. Η μεγάλη επέκταση του πεδίου της δράσης των τ., οι δυσκολίες που παρουσιάζονταν σε περιόδους νομισματικής και δημοσιονομικής κρίσης καθώς και οι νέοι προσανατολισμοί που προέκυψαν από αυτό στην οικονομική πολιτική, ενίσχυσαν την τάση προς τη διαφοροποίηση και την ειδίκευση των λειτουργιών μεταξύ των διαφόρων τύπων: εκδοτικές τ., εμπορικές τ., τ. βιομηχανικής πίστης, κτηματικές τ. και διεθνείς τ.
Εκδοτική τράπεζα. Oνομάζεται έτσι η τ. στην οποία παραχωρήθηκε το προνόμιο να εκδίδει τραπεζογραμμάτια (χαρτονομίσματα). Στην αρχή, όπως είδαμε, το τραπεζογραμμάτιο ήταν μια απόδειξη που βεβαίωνε πως μια ποσότητα μεταλλικού χρήματος κατατέθηκε στην τ. Οι πληρωμές διευκολύνθηκαν από τη χρησιμοποίηση –αντί νομίσματος– των τραπεζογραμματίων, που μεταφέρονταν εύκολα και γίνονταν παντού δεκτά, γιατί μπορούσαν να μετατραπούν, μόλις το ζητούσε κάποιος, στην αντίστοιχη ποσότητα χρυσού.
Η βεβαιότητα του κοινού, πως μπορούσε να μετατρέψει τα τραπεζογραμμάτια σε χρυσό οποιαδήποτε στιγμή, είχε ως συνέπεια, στην πράξη, ότι το κοινό έβρισκε πρακτικότερο να χρησιμοποιεί τα τραπεζογραμμάτια αυτά και δεν σκεπτόταν να ζητήσει τη μετατροπή τους. Οι τ. αντιλήφθηκαν έτσι ότι μεγάλα ποσά έμεναν μόνιμα ακίνητα στα θησαυροφυλάκιά τους και τελικά βρήκαν πως ήταν περισσότερο συμφέρον να μην αφήνουν τα ποσά αυτά ακίνητα, αλλά να τα χρησιμοποιήσουν σε κερδοφόρες πιστωτικές επιχειρήσεις. Καθώς όμως και αυτοί που έπαιρναν τις τραπεζικές πιστώσεις τις έπαιρναν από την τ. με μορφή τραπεζογραμματίων, που μπορούσαν να διαθέσουν στις συναλλαγές τους, η ποσότητα του χρυσού που ήταν κατατεθημένη στην τ. έμενε αμετάβλητη, αλλά καταντούσε να χρησιμεύει ως βάση για την κυκλοφορία τραπεζογραμματίων, όχι πλέον ίσης ποσότητας με τον χρυσό, αλλά μεγαλύτερης. Η πίστη του κοινού, ότι μπορούσε να μετατρέψει τα τραπεζογραμμάτια σε χρυσό όλα είχε ως συνέπεια ότι αυτά δεν παρουσιάζονταν ποτέ μαζί στην τ. για να μετατραπούν και επομένως αρκούσε απόθεμα χρυσού μικρότερο από την ποσότητα των τραπεζογραμματίων που κυκλοφορεί. Στηριζόμενη όχι πλέον στη διαθέσιμη ποσότητα μετάλλου, αλλά στην εμπιστοσύνη του κοινού, η κυκλοφορία του τραπεζογραμματίου ονομάστηκε πιστωτική κυκλοφορία και το ίδιο τραπεζογραμμάτιο πιστωτικό νόμισμα.
Ακόμα και χωρίς να εξετάσουμε τον αντίκτυπο αυτής της αύξησης της κυκλοφορίας επάνω στις τιμές των εισαγόμενων και εξαγόμενων εμπορευμάτων και επομένως στην εισροή χρυσού από το εξωτερικό, είναι φανερό πως η πιστωτική κυκλοφορία δεν μπορούσε να στηριχθεί παρά μόνο επάνω σε ένα προσεκτικό έλεγχο των εκδόσεων, που έπρεπε να συγκρατούνται, ώστε να διατηρούνται σε μια ορισμένη σχέση με το χρυσό απόθεμα. Πραγματικά, αν κλονιστεί –έπειτα από υπερβολική επέκταση των πιστώσεων ή ανεξέλεγκτες εκδόσεις (τραπεζογραμματίων) για την κάλυψη κρατικών εξόδων– η εμπιστοσύνη του κοινού, θα ήταν δυνατόν να παρουσιαστούν όλα μαζί τα τραπεζογραμμάτια για μετατροπή και η τ. θα βρισκόταν σε αδυναμία να ανταποκριθεί στις υποχερώσεις της.
Αυτό συμβαίνει πραγματικά σε περιόδους οικονομικής κρίσης και, με τη μεγάλη παγκόσμια κρίση των ετών γύρω στα 1930, η μία μετά την άλλη, σχεδόν όλες οι χώρες αναγκάστηκαν να επιβάλουν το καθεστώς, που ισχύει ακόμα, της αναγκαστικής κυκλοφορίας: η μετατρεψιμότητα των τραπεζογραμματίων σε χρυσό καταργήθηκε και αυτά έγιναν νόμιμο μέσο πληρωμής, δηλαδή χαρτονόμισμα. Το χρυσό απόθεμα έπαψε να χρησιμεύει ως βάση για την έκδοση τραπεζογραμματίων (και η εισροή ή εκροή χρυσού από το εξωτερικό, που καθοριζόταν από τις διεθνείς πληρωμές, έπαψαν να έχουν –με τις ταλαντεύσεις του αποθέματος αυτού– οποιαδήποτε επίδραση στην εσωτερική νομισματική κυκλοφορία). Με την αναγκαστική κυκλοφορία, αντίθετα, οι εκδόσεις χαρτονομίσματος στηρίζονται μόνο στη διακριτική απόφαση της εκδοτικής τ., που ενεργούσε ως όργανο της κυβερνητικής νομισματικής πολιτικής και δεν ρυθμίζονταν πλέον από εμπορικούς σκοπούς. Αυτή δεν συγκέντρωνε πια καταθέσεις ιδιωτών, αλλά έγινε τράπεζα των τραπεζών (ή κεντρική τ.) όπου συγκεντρώνονταν τα αποθέματα των ιδιωτικών τ. και ενεργούσε ως γραφείο συμψηφισμού μεταξύ τους. Μαζί με τη νομισματική κυκλοφορία, αυτή ρυθμίζει και την επέκταση ή τον περιορισμό των πιστώσεων από ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα με τα όργανα (χειρισμός του προεξοφλητικού επιτοκίου, πολιτική αγοράς, μεταβολή του ποσοστού των καταθέσεων που δεσμεύονται ως απόθεμα), των οποίων η λειτουργία αναλύεται πιο κάτω.
Εμπορικές. τ. Οι εμπορικές τ., που ονομάζονται και κοινές πιστωτικές τ., συγκεντρώνουν τα χρήματα των ιδιωτών, που διαθέτουν πρόσκαιρα περισσεύματα εσόδων σε σχέση με την κατανάλωσή τους ή οπωσδήποτε έχουν προσωρινά διαθέσιμα ρευστά κεφάλαια (όπως ο επιχειρηματίας που κρατά σε τρεχούμενο λογαριασμό το ρευστό κεφάλαιό του). Η τραπεζική κατάθεση είναι η κυριότερη από τις πράξεις συγκέντρωσης κεφαλαίων. Αυτή την εμπιστεύονται στην τ. για μακρότερες ή συντομότερες χρονικές περιόδους, αλλά μένει πάντα στη διάθεση του καταθέτη ή με μια απλή αίτησή του (καταθέσεις ταμιευτηρίου και καταθέσεις όψεως ή ελεύθερου τρεχούμενου λογαριασμού) ή ύστερα από προειδοποίηση ή με προκαθορισμένη λήξη (καταθέσεις υπό προειδοποίηση και προθεσμίας). Άλλες πράξεις, που έχουν τον ίδιο σκοπό, είναι η έκδοση επιταγών ή traveller’s checks κλπ. Εκτός από την εξασφάλιση της φύλαξης των χρημάτων, οι τραπεζικές καταθέσεις διευκολύνουν και τις πληρωμές, που γίνονται με την έκδοση επιταγών από τους καταθέτες ή με τη μεταφορά ποσών, με απλές εγγραφές, από τον ένα λογαριασμό στον άλλο ή με τη μεσολάβηση της κεντρικής τ., που ενεργεί ως γραφείο συμψηφισμού από τη μια τ. στην άλλη.
Οι πράξεις αυτές, με τις οποίες η τ. αποκτά τη χρήση του χρήματος, ονομάζονται παθητικές πράξεις, επειδή η χρήση αυτή συνεπάγεται γι’ αυτήν ένα κόστος: τους τόκους που πληρώνει στους καταθέτες, τα διοικητικά έξοδα που προέρχονται από τη διαχείριση των καταθέσεων κλπ. Για την αντιμετώπιση του κόστους αυτού και για να μπορεί να πραγματοποιήσει και κάποιο κέρδος, η τ. πρέπει να παραχωρεί με τη σειρά της τη χρήση του χρήματος αυτού, με τόκο. Οι πράξεις με τις οποίες η τ. χρησιμοποιεί το συγκεντρωμένο χρήμα, διαθέτοντάς το σε άλλα πρόσωπα, λέγονται ενεργητικές πράξεις, από τις οποίες κυριότερες είναι η προεξόφληση, οι προκαταβολές, το άνοιγμα πιστώσεων και οι μεταφορές. Με την προεξόφληση η τ. προκαταβάλλει σε έναν έμπορο το ποσόν μιας συναλλαγματικής, που εκδόθηκε υπέρ αυτού, επιτρέποντάς του να χρησιμοποιήσει αμέσως την αξία μιας πώλησης που έκανε με πληρωμή επί προθεσμία. Στην πραγματικότητα η τ. δεν καταβάλλει ολόκληρο το ποσόν της συναλλαγματικής, αλλά το προεξοφλεί δηλαδή κρατά για τον εαυτό της –προκαταβολικά– ένα ποσοστό από αυτό ως τόκο. Με την προεξόφληση οι τ. χρηματοδοτούν όλες τις εμπορικές πράξεις, επιτρέποντας στους εμπορευόμενους να αυξήσουν τον κύκλο των εργασιών τους πωλώντας με πίστωση, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από αυτόν που θα μπορούσαν να κάνουν αν στηρίζονταν μόνο στα δικά τους κεφάλαια. Με την προκαταβολή η τ. δανείζει χρήματα σε ιδιώτες αντί εγγύησης, που αποτελείται από τίτλους ή από εμπορεύματα για πώληση. Το άνοιγμα πιστώσεων είναι η πράξη με την οποία η τ. θέτει στη διάθεση του πελάτη της ένα ορισμένο ποσό για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα: αυτό γίνεται κυρίως για τη βιομηχανική παραγωγή. Στην προεξόφληση, στην οποία κατά κανόνα γίνονται δεκτές μόνο οι συναλλαγματικές που εκδόθηκαν με την αφορμή πραγματικών εμπορικών πράξεων, η τ. χρηματοδοτεί αγοραπωλησίες που έγιναν ήδη και έτσι δεν διακινδυνεύει (εκτός από τις περιπτώσεις αδυναμίας πληρωμής) να μην πάρει πίσω την πίστωσή της· στην προκαταβολή το αντικείμενο της εγγύησης της προσφέρει μια πραγματική ασφάλεια, που κινδυνεύει όμως να γίνει παθητική αν σημειωθεί κατρακύλισμα των τιμών ή το εμπόρευμα μείνει απούλητο· το άνοιγμα πιστώσεων είναι, τέλος, η πλέον επικίνδυνη πράξη, γιατί στηρίζεται μόνο στην εμπιστοσύνη που εμπνέει ο πελάτης. Στον διαφορετικό βαθμό κινδύνου των πράξεων αυτών αντιστοιχεί, από μέρους της τ., ο καθορισμός διαφορετικών επιτοκίων. Με τις πράξεις μεταφοράς (ρεπόρ), χρηματοδοτείται το εμπόριο επί προθεσμία στο χρηματιστήριο αξιών. Πολλές είναι οι άλλες υπηρεσίες, με διαφορετική φύση, που μπορούν οι τ. να προσφέρουν ακόμη στην πελατεία τους: από τη λεγόμενη ενέγγυο πίστωση (που προσφέρει η τ. δεχόμενη ή εξαργυρώνοντας συναλλαγματικές που προέρχονται από εμπορικές πράξεις με το εξωτερικό) έως την εξαργύρωση ξένων νομισμάτων, τις εγγυητικές επιστολές και έως τις τραπεζικές πληροφορίες κ.ά.
Νομισματική και πιστωτική λειτουργία. Η εμπορική τ. συγκεντρώνει λοιπόν χρήματα με τις παθητικές πράξεις της (πράξεις που γι’ αυτήν συνεπάγονται ένα κόστος) και παραχωρεί τη χρήση των χρημάτων αυτών στους οικονομικούς παράγοντες με τις ενεργητικές πράξεις (πράξεις από τις οποίες αποκομίζει κέρδη). Εφόσον τα ποσά που συγκεντρώνει αυτή δεν προέρχονται από κεφάλαια, που είναι μόνιμα επενδεδυμένα, αλλά από πρόσκαιρα περισσεύματα ρευστών, που μπορούν να τα ζητήσουν οι καταθέτες σε σύντομο διάστημα, βασική αρχή της τραπεζικής εργασίας (η αρχή της ρευστότητας) απαιτεί να μην μπορεί η τ. να διαθέσει τέτοια ποσά για χρονικές περιόδους που ξεπερνούν τη μέση διάρκεια των καταθέσεων. Αυτό γίνεται ολοφάνερο αν σκεφτούμε τις καταθέσεις με προθεσμία: για τις ελεύθερες καταθέσεις, που είναι αποδοτέες ενόψει, αποδείχτηκε πως με την εναλλαγή καταθέσεων στην τ. και αναλήψεων μένουν μόνιμα στην τ. ποσά που μπορεί έτσι να χρησιμοποιήσει. Η ασφάλεια όμως των συναλλαγών απαιτεί να κρατιέται πάντα στην τ. ένα ποσοστό των καταθέσεων όψης ως αποθεματικό, για την αντιμετώπιση απρόοπτων αιτήσεων ανάληψης. Το αποθεματικό αυτό είναι γενικά υποχρεωτικό από τον νόμο (γι’ αυτό ονομάζεται νόμιμο αποθεματικό) και το ύψος του καθορίζεται από την κεντρική τ. Αλλά το τραπεζικό σύστημα δεν περιορίζεται στο να λειτουργεί ως απλός μεσολαβητής μεταξύ αυτών που μπορούν να παραχωρήσουν πιστώσεις και αυτών που επιθυμούν να τις πάρουν: ενεργεί με τρόπο που δημιουργεί νέες πιστώσεις. Ας υποθέσουμε πως οι τ. έχουν καταθέσεις 100 εκατ. και, κρατώντας ένα αποθεματικό 25%, δίνουν δάνεια 75 εκατ. Οι δανειζόμενοι χρησιμοποιούν για τις δικές τους πληρωμές τα ανοίγματα πιστώσεων που πέτυχαν, εκδίδοντας επιταγές οι οποίες –χωρίς να διαφέρουν σε τίποτα από εκείνες που εκδίδουν αυτοί που κατέθεσαν χρήματα– μπορούν να κατατεθούν στην τ. σαν να ήταν χρήματα. Ας υποθέσουμε πως τα 75 εκατ. κατατίθενται ολόκληρα: οι τ. θα έχουν τώρα καταθέσεις 175 εκατ. και –κρατώντας πάντα ένα αποθεματικό 25%– μπορούν να ανεβάσουν τα δάνεια ως ένα σύνολο 131, 25 εκατ. κ.ο.κ. Με την ίδια πράξη, με την οποία οι τ. παραχωρούν πιστώσεις στην πελατεία τους, συμβάλλουν στην αύξηση των καταθέσεων που έχει σε αυτές το κοινό. Έτσι η επέκταση των πιστώσεων τροφοδοτεί τον εαυτό της και βρίσκει όριο μόνο στο γεγονός ότι, από τις νέες καταθέσεις που προέρχονται από τις πιστώσεις που παραχώρησε, ένα μέρος πρέπει να κρατηθεί ως αποθεματικό. Στην περίπτωσή μας, όπου το αποθεματικό είναι 25%, η μεγίστη επέκταση των πιστώσεων εκφράζεται με τον τύπο 100 . 1/0,25 = 400 εκατ. Ο συντελεστής 1/0,25 ονόμαζεται πολλαπλασιαστής των καταθέσεων και ποικίλλει με τη μεταβολή του ποσοστού αποθεματικού που καθορίζεται από την κεντρική τ. Αν –με κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού προς τις τ.– αποσύρονταν απρόοπτα όλες οι καταθέσεις μαζί, είναι φανερό πως οι τ. δεν θα ήταν σε θέση να πληρώσουν τους πελάτες τους παρά μόνο μέσα στα όρια των αρχικών καταθέσεων. Για τον λόγο αυτό η μεγαλύτερη κυκλοφορία επιταγών, που στηρίζεται όχι στις αρχικές καταθέσεις, αλλά και στις ανακλαστικές καταθέσεις που δημιουργούνται από την επέκταση των πιστώσεων, είναι πιστωτική κυκλοφορία και η επιταγή είναι καθαρά πιστωτικό χρήμα.
Η εκδοτική τ., που όπως είδαμε ασκεί τον έλεγχο της νομισματικής, πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχει και αυτό το πιστωτικό χρήμα, επιβλέποντας την επέκταση των πιστώσεων από μέρους των εμπορικών τ. Τον έλεγχο αυτό τον ασκεί χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα, μερικά από τα οποία εξετάστηκαν ήδη στη θέση τους: τη μεταβολή, που επιβάλλεται στις ιδιωτικές τ., του ποσοστού του νόμιμου αποθεματικού, την πολιτική ανοιχτής αγοράς, τις μεταβολές του προεξοφλητικού επιτοκίου. Η προεξόφληση είναι η παθητική πράξη με την οποία οι τ. ανεφοδιάζονται –όταν χρειάζεται– από την εκδοτική τράπεζα, αναπροεξοφλώντας τις εμπορικές συναλλαγματικές, που έχουν ήδη αυτές προεξοφλήσει στο κοινό. Κάνοντας περισσότερο ή λιγότερο ακριβή την αναπροεξόφληση, η κεντρική τ. υποχρεώνει τις ιδιωτικές τ. να μεταβάλουν κατά τον ίδιο τρόπο τον προεξοφλητικό τόκο που επιβάλλουν στους εμπορευόμενους οπότε διευκολύνει ή παρεμποδίζει την επέκταση των πιστώσεων (και των εκδόσεων πιστωτικού χρήματος) από ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα.
Άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Η πίστωση ζητείται όχι μόνο από τους καταναλωτές, που αγοράζουν με δόσεις, τους εμπόρους, που προεξοφλούν τις συναλλαγματικές που πήραν αντί πληρωμής, και τους βιομηχάνους, που χρειάζονται κυκλοφορούν κεφάλαιο για την αγορά πρώτων υλών και την πληρωμή των μισθών· μπορεί να καταφύγει στην πίστωση και ο επιχειρηματίας, που Θέλει να αγοράσει μηχανήματα, ο γεωργός, που θέλει να κάνει επενδύσεις για τη βελτίωση του κτήματός του, ή ο άνθρωπος, που θέλει να αγοράσει ένα διαμέρισμα. Σε όλες αυτές τις επενδύσεις το ποσό που δαπανήθηκε δεν ξαναπαρουσιάζεται γρήγορα στο εισόδημα του οφειλέτη, διαθέσιμο για εξόφληση, αλλά μπορεί να ξανασχηματιστεί μόνο σε μακρότερη περίοδο, με την απόσβεση. Υποχρεωμένη να πληρώσει τους δικούς της καταθέτες σε σύντομα διαστήματα, η εμπορική τ. δεν μπορεί και δεν πρέπει να επεκταθεί σε επιχειρήσεις, που ξεπερνούν τα σύντομα όρια. Για τον σκοπό αυτό επεμβαίνουν ιδρύματα ειδικευμένα στις μεσοπρόθεσμες πιστώσεις –τα οποία ονομάζονται βιομηχανικής πίστης, γιατί συνηθίζουν να χρηματοδοτούν την αγορά κινητών, όπως τα μηχανήματα– και στις μακροπρόθεσμες, τα οποία λέγονται κτηματικές τράπεζες γιατί χρηματοδοτούν τις αγοραπωλησίες ακινήτων κλπ.
Ενεργητικές πράξεις των βιομηχανικών πιστωτικών ιδρυμάτων είναι η παραχώρηση μακροπρόθεσμων δανείων στη βιομηχανία, η αγορά μετοχών και ομολογιών εταιρειών. Παθητικές πράξεις είναι οι καταθέσεις (χρημάτων που δεν είναι προσωρινά διαθέσιμα αλλά αποταμιευμένα επί προθεσμία) και η έκδοση ομολογιών. Τα ιδρύματα πιστώσεων επί ακινήτων (αγροτικά, κτηματικά) προσφέρουν δάνεια μεγαλύτερης διάρκειας, εγγυημένα με υποθήκες και συγκεντρώνουν τα αναγκαία κεφάλαια και αυτά με την έκδοση τίτλων.
Πρέπει τέλος vα αναφέρουμε τα ταμιευτήρια, που κάνουν διάφορες τραπεζικές εργασίες, και τα ενεχυροδανειστήρια, που προσφέρουν δάνεια στους πελάτες τους αντί ενέχυρου κινητών.
Οι τ. στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα η πρώτη τ. ιδρύθηκε το 1828, η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, ως κρατικός οργανισμός, με κύρια αποστολή την έκδοση έντοκων ομολόγων του κράτους, διαλύθηκε όμως το 1834. Το 1841, ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ως τράπεζα εκδοτική, προεξοφλητική και κτηματική, η οποία σταδιακά επέκτεινε τη δραστηριότητά της σε όλες τις τραπεζικές εργασίες. Παρότι δεν της δόθηκε το αποκλειστικό δικαίωμα έκδοσης τραπεζογραμματίων (αυτό το ασκούσαν παράλληλα και η Ιονική Τράπεζα, η Προνομιούχος Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας και η Τράπεζα Κρήτης), η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ήταν το κύριο εκδοτικό ίδρυμα, κατηύθυνε τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική και ρύθμιζε το προεξοφλητικό επιτόκιο.
Από το 1841 έως το τέλος του αιώνα ιδρύθηκαν και άλλες, περισσότερες από 20, τ., από τις οποίες όμως μόνο η Τράπεζα Αθηνών, που ιδρύθηκε το 1893, διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στις αρχές του 20ού αι. ιδρύθηκαν η Τράπεζα Ανατολής το 1904, η Λαϊκή Τράπεζα το 1905, η Εμπορική Τράπεζα το 1907 και πολλές άλλες κυρίως τοπικής σημασίας. Το 1909 ιδρύθηκε από το κράτος το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.
Ο αριθμός των τ. ήταν μεγάλος, η οργάνωσή τους υποτυπώδης χωρίς εξειδίκευση ενώ η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος έπαιζε τον ρόλο του εκδοτικού ιδρύματος και συγχρόνως ανταγωνιζόταν τις άλλες τ. Αυτό καθιστούσε αναγκαία την αναδιοργάνωση του τραπεζικού συστήματος. Έτσι το 1927 αποσπάστηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ο κλάδος της υποθηκικής πίστης και ιδρύθηκε η Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος. Το 1928 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, ως εκδοτική κεντρική τράπεζα, και το 1929 η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος για την άσκηση της αγροτικής πίστης.
Το 1931, με τον νόμο 5076 Περί Ανωνύμων Εταιρειών και Τραπεζών, γίνεται για πρώτη φορά διάκριση μεταξύ των τ. και των άλλων επιχειρήσεων και με τα μέτρα που προβλέπει, κυρίως σχετικά με το κεφάλαιο, περιορίστηκε η ίδρυση και η λειτουργία μικρών τ. Το βασικό τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας αποτελούν: α) Τράπεζα της Ελλάδας, που είναι η εκδοτική και κεντρική τράπεζα· β) ελληνικές εμπορικές τράπεζες (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδος, Τράπεζα Πίστεως, Γενική Τράπεζα της Ελλάδος, Τράπεζα Πειραιώς, Τράπεζα Αττικής, Τράπεζα Αθηνών, Τράπεζα Κρήτης, Τράπεζα Εργασίας, Τράπεζα Χίου, Τράπεζα Μακεδονίας-Θράκης κ.ά.)· γ) ξένες εμπορικές τράπεζες· δ) τ. βιομηχανικών επενδύσεων είναι κρατική· ε) Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος· στ) Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος και η Τράπεζα Υποθηκών· ζ) το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
Διεθνείς τράπεζες. Οι διεθνείς τ., που παρουσιάστηκαν τελευταία, έχουν σκοπό να διευκολύνουν τις διεθνείς πληρωμές ή να συγκεντρώνουν δημόσια και ιδιωτικά κεφάλαια για επενδύσεις στο εξωτερικό.
Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, που έχει την έδρα της στη Βασιλεία (Ελβετία) ιδρύθηκε το 1930 με καταστατικό ιδιωτικής τ. για τη διαχείριση των πληρωμών των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων. Στην πλέον πρόσφατη περίοδο λειτούργησε στην υπηρεσία πρώτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Πληρωμών (1951-58) και κατόπιν της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Συμφωνίας. Η πρώτη προετοίμασε, η δεύτερη διευκολύνει την αμοιβαία διεθνή μετατρεψιμότητα των κυριότερων νομισμάτων και τη σύνδεση των νομισματικών ζωνών.
Η Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης σχεδιάστηκε στο Μπρέτον-Γουντς και ιδρύθηκε το 1946 με έδρα την Ουάσινγκτον και με διεθνή νομική προσωπικότητα. Μέλη της αποτελούν όλες σχεδόν οι χώρες - μέλη των Ηνωμένων Εθνών. Το κεφάλαιό της, που υπερβαίνει τα 20 δισεκατομμύρια δολάρια, αποτελείται από τις εισφορές των κυβερνήσεων. Με κεφάλαια που συγκέντρωσε με την έκδοση ομολογιών σε διάφορες χώρες και με τα δικά της μέσα εγγυάται τα δάνεια που δίνονται από ιδιώτες ή δίνει η ίδια δάνεια σε λιγότερο προοδευμένες χώρες, για επενδύσεις σε παραγωγικές προσπάθειες, μέσα στα πλαίσια σχεδίων ανάπτυξης.
Τα κεντρικά κτίρια της Τράπεζας Πίστεως και της Ιονικής (φωτ. ΑΠΕ).
Το κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδας στην οδό Σταδίου (φωτ. ΑΠΕ).
Κτίριο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας.
* * *η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπεσδα και βοιωτ. τ. τρέπεδδα και τράπεδδα, ἁ, Α1. το τραπέζι2. πιστωτικό ίδρυμα που ασχολείται με το εμπόριο τού χρήματος, δανείζοντας ή δανειζόμενο χρήμα με ορισμένο κέρδος, τραπεζικός οίκος3. η ελεύθερη, μασητική επιφάνεια τών γομφίων οδόντων («τράπεζα οδόντων»)νεοελλ.1. γεωλ. στρώματα πετρωμάτων ή συστήματα πετρωμάτων παρατεταγμένα οριζοντίως, τα οποία καταλαμβάνουν αρκετά μεγάλη έκταση με ανάλογο πάχος2. ιατρ. ίδρυμα για τη συλλογή, αποθήκευση, συντήρηση και διάθεση ορισμένων προϊόντων και συστατικών, όπως είναι λ.χ. το αίμα και το σπέρμα, ή ιστών και οργάνων που προορίζονται για μεταμόσχευση, όπως είναι λ.χ. τα οστά, το δέρμα, ο κερατοειδής χιτώνας τού οφθαλμού κ.ά. (α. «τράπεζα αίματος» β. «τράπεζα σπέρματος» γ. «τράπεζα οστών»)3. ως κύριο όν. Τράπεζαμικρός, αόρατος αστερισμός κοντά στον Νότιο Πόλο4. φρ. α) «Αγία Τράπεζα»εκκλ. τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο τραπέζι από ξύλο, πέτρα ή μάρμαρο στο κέντρο τού Αγίου Βήματος τών ορθόδοξων χριστιανικών ναών, που αποτελεί εξέλιξη τού βωμού-θυσιαστηρίου τών προχριστιανικών λατρειών και πάνω στην οποία τελείται το μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίαςβ) «εκδοτική τράπεζα»(οικον.) η τράπεζα που έχει το προνόμιο να εκδίδει χαρτονόμισμαγ) «κεντρικές τράπεζες» — τράπεζες που ενεργούν ως τραπεζίτες τών κυβερνήσεων, ως εκπρόσωποι και συχνά σχεδιαστές τής νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής, ως τελευταίο καταφύγιο εξεύρεσης κεφαλαίων τών εμπορικών τραπεζών στην περίπτωση χρηματοοικονομικής κρίσης και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ως εγγυητές τού νομισματικού συστήματος υποστηριζόμενες από την κυβερνητική τραπεζική κάλυψη, αποφέροντας συχνά στις κυβερνήσεις σημαντικά κέρδη μέσω τών διαφόρων συναλλαγών που διενεργούν με το κοινόδ) «εμπορικές τράπεζες» — τράπεζες που δέχονται καταθέσεις, χορηγούν δάνεια, προβαίνουν σε διάφορες άλλες επενδύσεις και προσφέρουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες οι οποίες διευκολύνουν την ανταλλαγή κεφαλαίων μεταξύ ιδιωτών και ιδρυμάτωνε) «Τράπεζα τής Ελλάδος» — η κεντρική τράπεζα τής Ελλάδας, ή, όπως την ονομάζουν η τράπεζα τών τραπεζών, η οποία έχει αποκλειστικό δικαίωμα τής έκδοσης τραπεζογραμματίων, ασκεί τον έλεγχο τής πίστεως μέσω τής Νομισματικής Επιτροπής, παρέχει πιστωτικές διευκολύνσεις προς τις άλλες, εμπορικές τράπεζες, εκτελεί τις τραπεζικές εργασίες τού κράτους, διαχειρίζεται τα συναλλαγματικά αποθέματα, παίζει τον ρόλο συμβούλου τής κυβέρνησης σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής και αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τον διαχειριστή τού ελληνικού δημοσίουστ) «Εθνική Τράπεζα τής Ελλάδος - ΕΤΕ» — η μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα της Ελλάδαςζ) «Αγροτική Τράπεζα [τής Ελλάδος]» — κρατική τράπεζα που εξειδικεύεται στην αγροτική πίστηη) «Τράπεζα Επενδύσεων»i) ειδικός ελληνικός πιστωτικός οργανισμός που στοχεύει στην προώθηση μεγάλων βιομηχανικών επενδύσεωνii) πιστωτικό ίδρυμα που δημιουργεί, εγγυάται και διανέμει ομόλογα ιδιωτικών επιχειρήσεων και κυβερνητικών οργανισμώνθ) «Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως - ΕΤΒΑ» — τράπεζα που είναι ο κύριος χρηματοδοτικός φορέας τής βιομηχανικής ανάπτυξης τής χώραςι) «Εμπορική Τράπεζα τής Ελλάδος» — η δεύτερη σε μέγεθος εμπορική τράπεζα τής χώρας μαςια) «Εθνική Κτηματική Τράπεζα τής Ελλάδος» — τράπεζα που ιδρύθηκε το 1927 από την ΕΤΕ με στόχο τη διενέργεια κτηματικής πίστηςιβ) «Γενική Τράπεζα» — το πρώην Μετοχικό Ταμείο Στρατούιγ) «Ιονική Τράπεζα» — εμπορική τράπεζα που ανήκει στο συγκρότημα τής Εμπορικής Τράπεζας τής Ελλάδοςιδ) «ανταποκρίτρια τράπεζα» — τράπεζα τού εξωτερικού που συνεργάζεται με μια τράπεζα τού εσωτερικού με στόχο τη διευκόλυνση τών συναλλαγών τών πελατών τουςιε) «Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκροτήσεως και Αναπτύξεως» ή, απλώς, «Διεθνής Τράπεζα» — τράπεζα που ιδρύθηκε στην Ουάσιγκτον το 1945 και έχει ως σκοπό την προώθηση τής οικονομικής ανάπτυξης τών χωρών-μελών, την παροχή τεχνικής βοήθειας σε κράτη-μέλη σε θέματα που σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση τής αποτελεσματικότητας τής διεθνούς προσπάθειας για ανάπτυξη, με ενθάρρυνση τής συνεργασίας μεταξύ τών χωρώνιστ) «Διεθνής Τράπεζα Οικονομικής Συνεργασίας» — τράπεζα που είχε ιδρύσει η Κομεκόν το 1963 με στόχο τη χρηματοδότηση τών επενδυτικών έργων που αναλάμβαναν από κοινού διάφορα μέλη τηςιζ) «στρογγυλή τράπεζα» — βλ. στρογγυλόςιη) «ιππότες στρογγυλής τραπέζης» — τάγμα ιπποτών που ιδρύθηκε από τον βασιλιά Αρθούρο κατά τον 5ο αιώνα, τών οποίων τα ονόματα ήταν χαραγμένα σε μαρμάρινη στρογγυλή τράπεζα γύρω από την οποία συνεδρίαζανμσν.-αρχ.εκκλ. (συμβολ.) α) Μυστικός Δείπνοςβ) ο τάφος τού Ιησού Χριστούαρχ.1. συνεκδ. τα εδέσματα που παρατίθενται στο τραπέζι («τὸν ὁ Μήδων βασιλεὺς Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε», Ηρόδ.)2. τραπεζοειδές έπιπλο αφιερωμένο στους θεούς το οποίο χρησίμευε για εναπόθεση εδεσμάτων και αναθημάτων3. το τραπέζι τού αργυραμοιβού στην αγορά, πάνω στο οποίο αυτός έκανε ανταλλαγές νομισμάτων με κέρδος («ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν», Πλάτ.)4. κάθε τραπεζοειδής ή επίπεδη επιφάνεια πάνω στην οποία τοποθετείται ένα αντικείμενο όπως: α) το εγκάρσιο ξύλο τού πλοίου πάνω στο οποίο τοποθετείται και στερεώνεται ο ιστόςβ) είδος εξέδρας στην οποία εξέθεταν τους δούλους για πούλημαγ) τετράγωνη επιτάφια πέτραδ) η κάτω μυλόπετραε) τμήμα τού καταπέλτηστ) τμήμα τού συκωτιούζ) τμήμα ή εξάρτημα μηχανήματος για βασανιστήριαη) τετράγωνη πλάκα που αποτελεί τη βάση κίονα ή στήλης, αλλ. πλίνθοςθ) ανάγλυφη ή ενεπίγραφη πλάκα ή πινακίδαι) στον πληθ. αἱ τράπεζαιτο κάτω τμήμα τής ωμοπλάτης5. φρ. α) «ξενίη τράπεζα» — ιερή τράπεζα όπου έτρωγε ένας φιλοξενούμενος και στην οποία ορκίζοντανβ) «τραπέζῃ καὶ κοίτῃ δέχομαι [εὖ]» — περιποιούμαι κάποιον με παράθεση γεύματος και κλίνης, με φαγητό και ύπνο (Ηρόδ.)γ) «περσικὴν τράπεζαν παρατίθημι» — δειπνώ με πολυτέλεια όπως συνήθιζαν να κάνουν οι Πέρσες (Θουκ.)δ) «αἱ δεύτεραι τράπεζαι» — το δεύτερο πιάτο φαγητών (Πλούτ., Αθήν.)ε) «ἡ ἐργασία ἡ τῆς τραπέζης» — η τραπεζική εργασία (Πλάτ.)στ) «ἡ ἐγγύη ἡ ἐπὶ τὴν τράπεζαν» — εγγύηση, ασφάλεια που δίνεται στην τράπεζα (Πλάτ.)ζ) «οἱ ἐπὶ ταῑς τραπέζαις» — οι τραπεζίτες (Ισοκρ.)η) «τράπεζαν κατασκευάζομαι» — ιδρύω τράπεζα (Iσαί.)θ) «ἀνασκευάζω τράπεζαν» — χρεωκοπώ (Δημοσθ.)ι) «εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν ἀποβλέπω» — ζω εις βάρος άλλων (Ξεν.)ια) «τὴν τράπεζαν ἀνατρέπειν» — παροιμιώδης φράση για σπάταλο ή άσωτο άνθρωποιβ) «Συρακοσία τράπεζα» — παροιμιώδης φράση για πολυτελή τρόπο διατροφής.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τράπεζα (< *τρα-πεδ-jα) είναι σύνθ. τ., τού οποίου το α' συνθετικό τρα- προέρχεται από το αριθμητικό τέσσαρες, ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας πεδ- τής λ. πούς (βλ. λ. πους, πρβλ. ἑκατόμ-πεδος). Προβλήματα γεννά η μορφή τρα- τού α' συνθετικού, η οποία έχει προέλθει από τη συνεσταλμένη βαθμίδα -tŗ- τής ρίζας kwet(w)er- τού τέσσαρες, με χαρακτηριστική απουσία τού -w- τής ρίζας (πρβλ. τέτρατος /τέταρτος*, τετρα- < *kwe-tŗ-) με δυσερμήνευτη φωνολογική εξέλιξη ή σίγηση τού αρκτικού *kwe-. Στην ίδια βαθμίδα με διαφορετική αντιπροσώπευση τορ- μπορεί να αναχθεί το μυκηναϊκό topeza (βλ. λ. τέσσερεις). Παρλλ. προς τον τ. τράπεζα απαντά στον Ησύχ. ένας βοιωτ. τ. τρίπεζαν κατά παρετυμολογική επίδραση τού θ. τρι- τού αριθμητικού τρεῖς*, από τον οποίο προήλθε ο τ. τρέπεδδα με τροπή τού -ι- σε -ε- σε περιβάλλον μετά από -ρ-. Δυσερμήνευτες, επίσης, μορφές πρώτου συνθετικού προερχόμενες από το αριθμητικό τέσσαρες εμφανίζουν και οι τ. τρυφάλεια* και Τυρταῖος*.ΠΑΡ. τραπέζιο(ν), τραπεζίτης, τραπεζώ /-ώνωαρχ.τραπεζείον, τραπεζεύς, τραπεζήεις, τραπεζία, τραπεζότης, τραπεζώαρχ.-μσν.τραπεζώδηςμσν.τραπεζάριον, τραπεζιατικόν μσν.-νεοελλ. τραπεζάρηςνεοελλ.τραπέζι, τραπεζιέρης, τραπεζικός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) τραπεζοειδής, τραπεζοκόμοςαρχ.τραπεζολοιχός, τραπεζοπίναξ, τραπεζορήτωρ, τραπεζωνίααρχ.-μσν.τραπεζοκόρος, τραπεζοποιός, τραπεζοφόροςμσν.τραπεζογίγας, τραπεζοκράββατον, τραπεζοτόπιανεοελλ.τραπεζάρχης, τραπεζογραμμάτιο, τραπεζοκρατία, τραπεζόμακτρο, τραπεζομάντιλο, τραπεζομαντεία, τραπεζομάχαιρο, τραπεζομεσίτης. (Β' συνθετικό) ομοτράπεζοςαρχ.ατράπεζος, αυτοτράπεζος, δυστράπεζος, εκτράπεζος, επιτράπεζος, ευτράπεζος, ισοτράπεζος, καλλιτράπεζος, μικροτράπεζος, μονοτράπεζος, συντράπεζος, φιλοτράπεζος].
Dictionary of Greek. 2013.